τριχοφάγος

τριχοφάγος
ο
1. πέσιμο τριχών ή προσωρινή έλλειψή τους στο τριχωτό του δέρματος.
2. δερματοπάθεια στις ρίζες των τριχών, κυρίως του μουστακιού και των γενιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριχοφάγος — ο, Ν ιατρ. 1. κοινή ονομασία τής γυροειδούς αλωπεκίας 2. φλυκταινώδης δερματοπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (II) + φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”