- τριχοφάγος
- ο1. πέσιμο τριχών ή προσωρινή έλλειψή τους στο τριχωτό του δέρματος.2. δερματοπάθεια στις ρίζες των τριχών, κυρίως του μουστακιού και των γενιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.